CURRENT MOON
 

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Μετά την Πτώση

Από το ημερολόγιο της Εύας...



Όταν σκέφτομαι τα παλιά, ο Κήπος μου φαίνεται σαν όνειρο. Ήταν ωραίος, ασύγκριτα ωραίος, μαγευτικά ωραίος. Και τώρα έχει χαθεί και δε θα τον ξαναδώ πια.

Ο Κήπος χάθηκε, όμως εγώ βρήκα αυτόν και είμαι ικανοποιημένη. Μ' αγαπάει πολύ, με τον τρόπο του. Εγώ τον αγαπώ με όλη τη δύναμη της παθιασμένης φύσης μου κι αυτό οφείλεται, πιστεύω, στη νεαρή μου ηλικία και στο φύλο μου. Αναρωτιέμαι γιατί τον αγαπώ κι ανακαλύπτω ότι δεν ξέρω. Στην πραγματικότητα δε μ' ενδιαφέρει και πολύ να μάθω, έτσι υποθέτω ότι αυτού του είδους η αγάπη δεν είναι προϊόν της λογικής και της στατιστικής, όπως η αγάπη μας για άλλα ερπετά και ζώα. Νομίζω ότι έτσι πρέπει να είναι. Αγαπώ ορισμένα πουλιά για το κελάηδισμά τους. Όμως δεν τον αγαπώ για τη φωνή του. Όχι, καθόλου -όσο περισσότερο τραγουδάει τόσο πιο ανυπόφορο είναι το τραγούδι του. Όμως του ζητώ να τραγουδάει, γιατί θέλω να αγαπήσω όλα όσα τον αφορούν. Είμαι σίγουρη ότι μπορώ να μάθω ν' αγαπώ το τραγούδι του, αφού στην αρχή δεν το άντεχα καθόλου, ενώ τώρα το αντέχω. Το τραγούδι του κάνει το γάλα να ξινίζει, αλλά δεν πειράζει. Μπορώ να συνηθίσω να πίνω το γάλα μου ξινισμένο.

Δεν τον αγαπώ για την εξυπνάδα του -όχι, καθόλου. Δε φταίει αυτός για την εξυπνάδα του, αυτήν που έχει, δεν έχει φτιάξει ο ίδιος τον εαυτό του. Είναι όπως τον έφτιαξε ο Θεός κι αυτό είναι αρκετό. Ξέρω ότι ο Θεός είχε κάποιο σοφό σκοπό όταν τον έφτιαχνε. Με τον καιρό η εξυπνάδα του θ' αναπτυχθεί, αν και δε νομίζω ότι αυτό θα γίνει μονομιάς. Άλλωστε δεν υπάρχει βιασύνη -μ' αρέσει όπως είναι.

Δεν τον αγαπώ για την κοινωνικότητα, την ευγενική του συμπεριφορά και τη λεπτότητά του. Όχι, έχει ελλείψεις σ' αυτούς τους τομείς, όμως μ' αρέσει όπως είναι και σιγά σιγά βελτιώνεται

Δεν τον αγαπώ για την εργατικότητά του -όχι, καθόλου. Νομίζω ότι κατά βάθος είναι εργατικός, αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο προσπαθεί να το κρύβει από μένα. Είναι η μόνη μου στεναχώρια. Κατά τα άλλα είναι πια ειλικρινής και ανοιχτός μαζί μου. Είμαι σίγουρη ότι το μόνο που μου κρύβει είναι η εργατικότητά του. Στεναχωριέμαι που μου κρατάει ένα μυστικό και μερικές φορές χάνω τον ύπνο μου όταν το σκέφτομαι, όμως θα το βγάλω από το μυαλό μου. Δε θα τ' αφήσω να μου χαλάει την ευτυχία μου, που κατά τ' άλλα είναι πλήρης και με το παραπάνω.

Δεν τον αγαπώ για τη μόρφωσή του -όχι, καθόλου. Είναι αυτοδίδακτος και στην πραγματικότητα γνωρίζει ένα πλήθος πράγματα, όμως κι αυτά δεν είναι όπως πιστεύει εκείνος.

Δεν τον αγαπώ για τον ιπποτισμό του -όχι, καθόλου. Με μαρτύρησε, όμως δεν τον κατηγορώ. Είναι μια ιδιομορφία του φύλου του νομίζω, και δεν έφτιαξε ο ίδιος το φύλο του. Εγώ φυσικά δε θα τον μαρτυρούσα ποτέ, θα προτιμούσα να πεθάνω. Όμως κι αυτό είναι μια ιδιομορφία του δικού μου φύλου και δε μου αξίζουν έπαινοι, γιατί δεν έφτιαξα εγώ το φύλο μου.

Τότε λοιπόν γιατί τον αγαπώ;
Απλώς επειδή είναι αρσενικός, νομίζω.

Κατά βάθος είναι καλός κι αυτός είναι ένας λόγος που τον αγαπώ, όμως θα τον αγαπούσα ακόμα κι αν δεν ήταν καλός. Ακόμα κι αν με χτυπούσε και με κακομεταχεριζόταν, εγώ θα εξακολουθούσα να τον αγαπώ. Το ξέρω, είναι ζήτημα φύλου, νομίζω.

Είναι δυνατός και όμορφος κι αυτός είναι ένας λόγος που τον αγαπώ, τον θαυμάζω και είμαι περήφανη γι αυτόν, όμως θα τον αγαπούσα και χωρίς αυτά τα προσόντα. Θα τον αγαπούσα ακόμα κι αν ήταν ένα ράκος. Θα δούλευα σαν σκλάβα γι αυτόν, θα προσευχόμουν να γίνει καλά και θα ξαγρυπνούσα δίπλα στο κρεβάτι του μέχρι το θάνατό μου.

Ναι, νομίζω ότι τον αγαπώ απλώς επειδή είναι δικός μου κι επειδή είναι αρσενικός. Φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος. Έτσι νομίζω ότι τα πράγματα είναι όπως τα είπα στην αρχή: Αυτού του είδους η αγάπη δεν είναι προϊόν λογικής και στατιστικής. Απλώς έρχεται -κανείς δεν ξέρει από πού- και δεν έχει εξήγηση. Και δε χρειάζεται εξήγηση.

Αυτό πιστεύω. Όμως είμαι πολύ νέα κι είμαι ο πρώτος άνθρωπος που αναρωτιέται γι αυτό το ζήτημα. Είναι πιθανό, με την άγνοια και την απειρία μου, να μην το ερμηνεύω σωστά.

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Προσεύχομαι, λαχταρώ να φύγουμε απ' αυτή τη ζωή μαζί -μια λαχτάρα που δε θα χαθεί ποτέ από τη γη, θα φωλιάζει στην καρδιά κάθε γυναίκας που αγαπάει, στον αιώνα τον άπαντα. Και θα έχει τ' όνομά μου.

Όμως, αν είναι υποχρεωτικό ο ένας από τους δυο να φύγει πρώτος, προσεύχομαι να είμαι εγώ. Αυτός είναι δυνατός, εγώ είμαι αδύναμη, δεν του είμαι τόσο απαραίτητη όσο μου είναι εκείνος -η ζωή χωρίς αυτόν δε θα ήταν ζωή. Πώς θα την άντεχα;

Αυτή η προσευχή είναι επίσης αθάνατη και δε θα πάψει να αναπέμπεται όσο θα υπάρχει το είδος μου. Εγώ είμαι η πρώτη γυναίκα και η τελευταία γυναίκα θα είναι η επανάληψή μου.



Στο μνήμα της Εύας...

ΑΔΑΜ: Όπου βρισκόταν εκείνη, ήταν ο Παράδεισος.


(Mark Twain: Eve's Diary)

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Αυτό

Με τον καιρό, έμαθα να είμαι προσεκτική.
Οι απότομες κινήσεις μπορεί να αποβούν μοιραίες.
Δε μπορώ να φορώ πια τα αγαπημένα μου μαύρα ζιβάγκο, τα πλεκτά μου πουλόβερ, προτιμώ τα ντεκολτέ και τις ζακέτες.
Στις πολύ κρύες μέρες, κουμπώνω προσεκτικά το παλτό μου και τυλίγω στο λαιμό μου ένα χοντρό κασκόλ.
Είμαι στ' αλήθεια τυχερή εκείνες τις μέρες, γιατί οι άλλοι δε μπορούν εύκολα να το δουν.
Αλλά και όταν φαίνεται, δε με πειράζει πολύ.
Μερικοί άνθρωποι στο δρόμο, στο λεωφορείο, στο μετρό, με κοιτούν.
Άλλοι με έκπληξη, άλλοι με συμπόνοια, άλλοι με αποστροφή.
Προσέχουν πάντα πολύ να μη με πλησιάσουν, να μη με αγγίξουν, να μην το αγγίξουν.
Βλέπω στα μάτια τους τον φόβο και τον τρόμο καμιά φορά.
Κι ίσως, αν είναι μια καλή μέρα για μένα, να τους απαντήσω κι εγώ με ένα βλέμμα που λέει: “δεν πειράζει, δεν πονάει πια, το έχω συνηθίσει”.
Κάποιοι προσπάθησαν να με πλησιάσουν περισσότερο, να το πλησιάσουν περισσότερο, να το περιεργαστούν, αλλά δεν αφήνω κανέναν. Είναι δικό μου.
Τα βράδια που ξαπλώνω στο κρεβάτι -είτε το δικό μου, είτε κάποιου άλλου- πρέπει να κοιτάω το ταβάνι.
Και το πρωί που ξυπνώ, το πρώτο πράγμα που θα αντικρίσω είναι το ίδιο ταβάνι.
Δε γίνεται αλλιώς.
Όταν ξεχνιέμαι και παίρνω μιαν ανάσα, δακρύζω από τον πόνο.
Αλλά μέχρι να στεγνώσει το δάκρυ μου, έχω πάλι συνηθίσει και μου περνάει.
Δεν ξέρω αν τελικά θα με σκοτώσει ή θα γίνει κομμάτι μου.

Ποιο;

Μα τι ανόητη που είμαι! Ξέχασα να σας το πω.

Το μαχαίρι στην καρδιά μου.


Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

Innocente



Delerium - Innocente

You can't see my eyes
You can't see my eyes
They don't see yours
Hear me when I say
I don't mind at all

It's the rain that I hear coming
Not a stranger or a ghost
It's the quiet of a storm approaching
That I fear the most
It's the pain that I hear coming
The slightest crystal tear, drops to the ground
In silence, when my love is near.
Darling, when did you fall? When was it over?
Darling when? When did you fall? When was it over?

It's marching through my door now
The stony cold of lonesome
A bell tolls for my heart and then my lonesome song begins
It's marching through my door now
The stony cold of lonesome
A bell tolls for my heart and now my lonesome song begins

Darling, when did you cry? I couldn't hear you
Darling when? When did you cry? I couldn't hear you

I suppose it is the price of falling in love
I suppose it is the price of falling in love

It's the rain that I hear coming
Not a stranger, not a ghost
Of the quiet of a storm approaching
That i fear the most
It's the pain that i hear coming

The slightest crystal tear drops to the ground
In silence when my love is near
It's marching through my door now the stony cold of lonesome
A bell tolls for my heart and now my lonesome song will end

Darling when did we fall? When was it over?
Darling when? When did we fall? When was it over?

I suppose it is the price of falling in love.
I fear that it's the price of falling in love...

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

O Pablo Neruda μιλά για αγάπη... Όχι από αυτή την εύκολη (ξέρετε εσείς)

ΔΕΝ Σ' ΑΓΑΠΩ

Δε σ' αγαπώ σαν να 'σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαίτα από γαρύφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν.
Σ' αγαπώ όπως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκοτεινά:
μυστικά, μέσ' από την ψυχή και την σκιά...
.

Σ' αγαπώ όπως κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το φως όλου του κόσμου
και ζει απ' τον σκοτεινό έρωτά σου στο κορμί μου
και τ' άρωμα του σφιγμένο ανεβαίνει απ' το χώμα.

Σ' αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και από πότε,
σ' αγαπώ στα ίσια, δίχως προβλήματα, ούτε αλαζονεία.
Έτσι σ' αγαπώ, γιατί δεν ξέρω ν' αγαπάω αλλιώς.


Παρά μ' ετούτον τον τρόπο όπου δεν είμαι, μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σα δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια...


ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΑΡΑ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΘΕΛΩ

Δε σε θέλω παρά γιατί σε θέλω.
Μα απ' το "θέλω" στο "δε σε θέλω" πέφτω
κι απ' το "περίμενε", στο "δε σε προσμένω",
περνώ απ' το παγερό στο πυρωμένο.

Σε θέλω μόνο γιατί εσένα θέλω,
σε μισώ μα γι' αγάπη σου προσπέφτω,
κι είναι της αθώας αγάπης μου το μέτρο
σαν τυφλός που αγαπά να μη σε βλέπω.

(Pablo Neruda)

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Πόσο μου λείπεις


made by me

Πόσο μου λείπεις - Βασίλης Παπακωνσταντίνου & Τάνια Κικίδη

* Στην εικόνα: μια λευκή ίρις και δυο στιχάκια...

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

Όνειρο ήτανε




Ο δρόμος ήταν άδειος. Τον κοιτούσε με κλεφτές ματιές την ώρα που οδηγούσε. Κάθε τόσο δυνάμωνε τη μουσική όταν της άρεσε ένα τραγούδι. Δεν τον είχε ρωτήσει πού πηγαίναν, για πού οδηγούσε, δεν την απασχολούσε καν. Σ' ένα φανάρι κρέμασε το χέρι του στο τιμόνι κουρασμένος και της είπε: “Βγάλε το παλτό σου, όταν βγούμε έξω θα κρυώνεις.”

Της φάνηκε πώς τα φώτα του αυτοκινήτου δυνάμωσαν, άκουσε το ουρλιαχτό των φρένων και εκείνον τον αποκρουστικό ήχο του σίδερου που τσαλακώνεται. Μετά σιωπή και καπνός. Για μια πολύ μικρή στιγμή ένιωσε να χάνεται, μα έπειτα συνήλθε και κοίταξε τη θέση του οδηγού. Ήταν άδεια. Είχε βγει έξω, ευτυχώς ήταν καλά. Πετάχτηκε κι εκείνη έξω να δει τι είχε γίνει. Το αυτοκίνητο είχε καρφωθεί σε μία κολώνα. Εκείνος στεκόταν απ' έξω και κοιτούσε τα συντρίμμια.

“Πώς γίνεται να είσαι τόσο ανεύθυνος;” του φώναξε.

Τον είδε να σκύβει το κεφάλι.

“Θα μπορούσες να μας σκοτώσεις και τους δύο! Σου έχω πει τόσες φορές να οδηγείς σαν άνθρωπος! Και να τώρα...”

Εκείνος περιεργαζόταν το αυτοκίνητο, τις σκισμένες λαμαρίνες και τα θρυμματισμένα γυαλιά.

“Τι το κοιτάς; Για πέταμα είναι τώρα. Να λες καλά που ζούμε. Μα τι ανόητος που είσαι μωρέ, δε σε αντέχω άλλο!”

Καμία απάντηση. Θύμωσε. Φόρεσε το παλτό της και κάθισε στο πεζοδρόμιο. Περίμενε να καλέσει εκείνος οδική βοήθεια ή τελοσπάντων, να της πει τι θα γίνει. Εκείνη δε θα του μιλούσε ξανά.

Δεν πέρασε πολύ ώρα. Δεν περνούσαν άλλα αυτοκίνητα από το δρόμο και το κίτρινο αρρωστιάρικο φως του δρόμου τρεμόπαιζε. Τον κοιτούσε με κλεφτές ματιές. Είχε μείνει σχεδόν ακίνητος μπροστά από το αυτοκίνητο και δεν έκανε τίποτα. Σηκώθηκε και τον πλησίασε.

“Έλα...” είπε τρυφερά.

“Δεν είναι τίποτα, σίδερα είναι.”

Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του.

“Δεν έπρεπε να σου φωνάξω πριν. Αλλά φοβήθηκα. Φοβήθηκα στην ιδέα ότι θα πάθεις κάτι. Γιατί τρέχεις. Πάντα τρέχεις και θυμώνεις όταν οδηγείς κι εγώ τρέμω.”

Του έδωσε ένα φιλί στο κεφάλι και μύρισε τα μαλλιά του.

“Ξέρω ότι δε μπορείς να καταλάβεις, αλλά ο κόσμος μου δε θα είναι ο ίδιος αν πάθεις εσύ κάτι. Νομίζεις πως υπερβάλλω αλλά δε μπορώ να στο εξηγήσω καλύτερα. Θα μπορώ να ζω χωρίς εσένα, θα μπορώ να αναπνέω όπως κάνω από λίγο αφότου γεννήθηκα, αλλά όχι τον ίδιο αέρα. Τίποτα δε θα είναι το ίδιο αν λείψεις εσύ. Όχι γιατί κάνεις κάτι, όχι γιατί μου είσαι χρήσιμος σε κάτι, αλλά γιατί είσαι εσύ.”

Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της και αντί να της το ζεστάνει, της το πάγωσε.

“Σ' αγαπάω πολύ. Κοίταξέ με.”

Εκείνος δεν κουνήθηκε.

“Πάμε να φύγουμε από εδώ επιτέλους.”

Πλησίασε πιο πολύ και κοίταξε το πρόσωπό του. Ήταν άσπρο σαν πανί και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, μα στεκόταν ακίνητος, παγωμένος με το βλέμμα καρφωμένο μέσα στο αυτοκίνητο. Κοίταξε κι εκείνη εκεί που κοιτούσαν τα δικά του μάτια. Και τότε είδε το άψυχο σώμα της στη θέση του συνοδηγού, ανάμεσα σε λαμαρίνες και γυαλιά. Είχε βγάλει το παλτό της μόνο από το ένα χέρι. Αυτό πρόλαβε να κάνει.